Με τον όρο κοινωνικό άγχος εννοούμε το άγχος που έχει κάποιος τη στιγμή που εκτίθεται σε μια συνθήκη κοινωνικής κριτικής.
Π.χ. Ένα παιδί που στη γιορτή του σχολείου διαβάζει δυνατά ένα ποίημα στην αίθουσα ενδέχεται να βιώσει άγχος ότι δε θα τα καταφέρει, φοβάται ότι θα “κομπιάσει”, θα “ρεζιλευτεί”, με αποτέλεσμα να νοιώθει ψυχολογικά και σωματικά δυσάρεστα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι πάσχει από μια πάθηση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως το κοινωνικό άγχος μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα. Π.χ. Ένας ενήλικας μπορεί να βιώσει έντονο άγχος σε μια συνθήκη κοινωνικής έκθεσης ότι με τον τρόπο που θα μιλήσει ή θα συμπεριφερθεί, θα “ρεζιλευτεί” σε αυτούς που τον παρατηρούν ή θα τους κάνει -άθελά του- να θιχτούν. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υπομένει αυτή τη συνθήκη με έντονο- υπερβολικό άγχος και να έχει σωματικά συμπτώματα (π.χ. Να έχει τρέμουλο, να κοκκινίζει στο πρόσωπο κ.ά.). Ενδεχομένως ακόμα και να αποφεύγει πλήρως τις συνθήκες αυτές προκειμένου να μην εκτεθεί στον “κίνδυνο”. Ένα στέλεχος μιας εταιρείας θα μπορούσε π.χ. να αποφεύγει τα meeting, υπό το φόβο ότι θα χρειαστεί να μιλήσει δημοσίως μπροστά στα υπόλοιπα μέλη, με αποτέλεσμα να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην επαγγελματική του ζωή.
Η διαταραχή κοινωνικού άγχους όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί. Υπάρχει η δυνατότητα αρχικά με της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας που βοηθάει τους ασθενείς να εκτεθούν επιτυχημένα σε συνθήκες που τους αγχώνουν, ενώ παράλληλα μπορεί να δοθεί και περιστασιακά φαρμακευτική θεραπεία, που μειώνει τα συμπτώματα άγχους.