Εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες είναι προφανές ότι η σχιζοφρένεια έχει μια αναπτυξιακή συνιστώσα. Στην απλή του μορφή, το μοντέλο αυτό υποθέτει ότι τα γονίδια που εμπλέκονται στη νευροανάπτυξη (Jones και Murray, 1991) ή/και οι περιβαλλοντικές προσβολές στην πρώιµη ζωή οδηγούν σε ανώμαλη ανάπτυξη του εγκεφάλου, η οποία µε τη σειρά της προδιαθέτει για τη μεταγενέστερηεμφάνιση ψύχωσης (Murray και Lewis, 1987, Bullmore και συν., 1998, McDonald και συν., 1999).
Ωστόσο, πιο πρόσφατες διατυπώσεις ενσωματώνουν τον ρόλο κοινωνικών παραγόντων, όπως η αστική ανατροφή, η κοινωνική απομόνωση και η μετανάστευση (Boydell et al., 2004), και επισημαίνουν την αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων σε έναν καταρράκτη ολοένα και πιο αποκλίνουσας ανάπτυξης (Howes et al., 2004).
Προοπτικές μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά που αργότερα αναπτύσσουν σχιζοφρένεια είναι πιθανότερο από τα συνομήλικα να παρουσιάζουν ανεπαίσθητες αναπτυξιακές καθυστερήσεις και γνωστικές διαταραχές, τείνουν επίσης να είναι μοναχικά και κοινωνικά ανήσυχα (Cannonetal., 2002a, Jonesetal., 1994). Ορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα άτομα που προορίζονται να αναπτύξουν σχιζοφρένεια αδυνατούν να μάθουν νέες γνωστικές δεξιότητες καθώς εισέρχονται στην εφηβεία, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι παρουσιάζουν μια σχετική έκπτωση σε σύγκριση με την ομάδα των συνομηλίκων τους (Jonesetal., 1994, Fulleretal., 2002). Ο συνδυασμός νευρογνωστικής και συναισθηματικής απόκλισης αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης μικρών οιονεί ψυχωσικών συμπτωμάτων: πράγματι, η προοπτική μελέτη του Dunedin έδειξε ότι τα προ-ψυχωσικά άτομα είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν τέτοια συμπτώματα ήδη από την ηλικία των 11 ετών (Poultonetal., 2000, Cannonetal., 2002a) (βλ. Πίνακα 1, Πίνακα 2). Υποστηρίζεται ότι στα άτομα που προορίζονται να αναπτύξουν ψύχωση, η ισχύς, η συχνότητα και η σχετική δυσφορία, των περίεργων ιδεών και εμπειριών αυξάνεται και σε κάποιο ασαφώς καθορισμένο σημείο, το άτομο περνά ένα κατώφλι στην προψυχωσική ή προδρομική φάση.