Η δυσπραξία, και ειδικότερα η παιδική λεκτική δυσπραξία (ChildhoodApraxia of Speech – CAS), αποτελεί νευροαναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στον κινητικό προγραμματισμό και στον σχεδιασμό των εκούσιων κινήσεων που απαιτούνται για την παραγωγή της ομιλίας, χωρίς να συνυπάρχει μυϊκή αδυναμία ή αισθητηριακό έλλειμμα. Η δυσκολία εντοπίζεται στη νευρωνική οργάνωση και αλληλουχία των κινήσεων της ομιλίας και όχι στη θέληση ή στη συνεργασία του παιδιού (American Speech-Language-Hearing Association, 2007).
Σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις καταδεικνύουν ότι η δυσπραξία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο επίπεδο της άρθρωσης, αλλά συνδέεται με ευρύτερες δυσλειτουργίες που επηρεάζουν σημαντικούς τομείς της σχολικής επίδοσης και της κοινωνικής συμμετοχής, όπως η ανάγνωση, η γραφή και η διαπροσωπική επικοινωνία (Stackhouse&Wells, 2006). Η έγκαιρη αναγνώριση και η ολιστική κατανόηση της διαταραχής αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την αποτελεσματική παρέμβαση.
- Δυσπραξία και Αναγνωστική Διαδικασία
Η αναγνωστική ικανότητα προϋποθέτει τη λειτουργική συνεργασία πολλαπλών γνωστικών και κινητικών μηχανισμών, όπως η οπτικοκινητική παρακολούθηση, η φωνολογική επεξεργασία, η διατήρηση ρυθμού και η ακρίβεια στην αποκωδικοποίηση.
Σε παιδιά με δυσπραξία, παρατηρείται συχνά δυσλειτουργία στις εκτελεστικές λειτουργίες και στον κινητικό σχεδιασμό, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη σταθερότητα και τη ροή της ανάγνωσης (Blank et al., 2019). Ειδικότερα:
- η ανεπαρκής οφθαλμοκινητική οργάνωση δυσχεραίνει τη συνεπή παρακολούθηση του κειμένου,
- το αυξημένο γνωστικό φορτίο που απαιτεί ο κινητικός προγραμματισμός περιορίζει την αναγνωστική ταχύτητα,
- η διαταραχή της ρυθμικής επεξεργασίας οδηγεί σε αποδιοργανωμένο αναγνωστικό μοτίβο (Murray, McCabe&Ballard, 2015).
Η αναγνωστική ανάπτυξη συνδέεται άμεσα με τη φωνολογική ακρίβεια και τον κινητικό προγραμματισμό της ομιλίας, τομείς που συχνά παρουσιάζουν ελλείμματα στη δυσπραξία (Stackhouse&Wells, 2006).
- Δυσπραξία και Παραγωγή Γραπτού Λόγου
Η διαδικασία της γραφής αποτελεί μια σύνθετη νευρογνωστική λειτουργία που προϋποθέτει συντονισμό λεπτών κινητικών δεξιοτήτων, χωροταξικής οργάνωσης, οπτικοκινητικού συντονισμού και γλωσσικού σχεδιασμού.
Σε παιδιά με δυσπραξία, η δυσλειτουργία στον κινητικό σχεδιασμό οδηγεί σε σημαντικές δυσκολίες στην αυτοματοποίηση της γραφής, με συνέπεια:
- μειωμένη γραφική ταχύτητα,
- ασταθή σχηματισμό γραμμάτων και ανομοιογενή διαστήματα,
- αυξημένη σωματική και γνωστική κόπωση,
- περιορισμένη συνοχή και λογική αλληλουχία στο γραπτό περιεχόμενο (Zwicker&Harris, 2009).
Ο κινητικός προγραμματισμός της γραφής ανταγωνίζεται τους μηχανισμούς γλωσσικής οργάνωσης στο ίδιο νευρωνικό δίκτυο, επιβαρύνοντας περαιτέρω τον γνωστικό φόρτο και επηρεάζοντας την ποιότητα του παραγόμενου λόγου (Murray et al., 2015).
- Δυσπραξία και Κοινωνική Επικοινωνία
Η κοινωνική επικοινωνία απαιτεί αποτελεσματική αλληλεπίδραση γλωσσικών, συναισθηματικών και κινητικών δεξιοτήτων, όπως η προσωδία, η εναλλαγή σειράς, η ταχύτητα απόκρισης και η εκφραστικότητα.
Παιδιά με δυσπραξία συχνά παρουσιάζουν επιβραδυνόμενη επεξεργασία και περιορισμένη ευχέρεια, γεγονός που επηρεάζει την ποιότητα της κοινωνικής τους συμμετοχής (Flipsen, 2011). Συχνές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν:
- καθυστερημένη λεκτική ανταπόκριση,
- μειωμένη προσωδιακή ποικιλία,
- δυσκολία διατήρησης διαλόγου,
- κοινωνική απόσυρση λόγω φόβου αποτυχίας ή επαναλαμβανόμενων αρνητικών εμπειριών (Shriberg et al., 2012).
Η δυσπραξία, συνεπώς, δεν περιορίζεται στο φωνοαρθρωτικό επίπεδο, αλλά επηρεάζει συνολικά τον ρυθμό και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης (Murray, 2015).
- Κατευθυντήριες Στρατηγικές Υποστήριξης στο Οικογενειακό Περιβάλλον
Η θεραπευτική και υποστηρικτική προσέγγιση οφείλει να στοχεύει στη μείωση του γνωστικού και κινητικού φορτίου και στη διαμόρφωση σταθερού και προβλέψιμου πλαισίου.
Ενδεικτικές πρακτικές περιλαμβάνουν:
- συστηματική χρήση οπτικών δομών και βοηθημάτων,
- παροχή επαρκούς χρόνου επεξεργασίας,
- σαφή και λιτή διατύπωση οδηγιών,
- ενίσχυση σταθερών ρουτινών,
- θετική ενδυνάμωση της προσπάθειας,
- συνεργασία με διεπιστημονική ομάδα (λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή, εκπαιδευτικό).
Συμπέρασμα
Η δυσπραξία συνιστά πολυπαραγοντική νευροαναπτυξιακή διαταραχή με επιπτώσεις που εκτείνονται πέραν της ομιλίας και επηρεάζουν καθοριστικά τη μαθησιακή επίδοση και την κοινωνική ένταξη του παιδιού. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη παρέμβαση, σε συνδυασμό με τη συνεχή ενημέρωση και εμπλοκή του οικογενειακού και εκπαιδευτικού πλαισίου, αποτελεί θεμέλιο για τη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του παιδιού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] American Speech-Language-Hearing Association. (2007). *Childhood Apraxia of Speech[Technical Report].*
[2] Blank, R., et al. (2019). European Academy for Childhood Disability recommendations ondevelopmental coordination disorder.
[3] Flipsen, P. (2011). Emergence and development of speech motor control. *Speech,
Language and Hearing.*
[4] Murray, E., McCabe, P., & Ballard, K. J. (2015). A Systematic Review of Treatment Outcomesfor Children With Childhood Apraxia of Speech.
[5] Shriberg, L. D., et al. (2012). A neurodevelopmental framework for childhood apraxia ofspeech.
[6] Stackhouse, J., & Wells, B. (2006). *Children’s Speech and Literacy Difficulties.*
[7] Zwicker, J. G., & Harris, S. R. (2009). Developmental coordination disorder: Implications forthe classroom.





