Περίπου το 14% της παγκόσμιας επιβάρυνσης των ασθενειών αποδίδεται σε νευροψυχιατρικές διαταραχές, κυρίως λόγω της χρόνιας αναπηρίας που προκαλούν η κατάθλιψη και άλλες κοινές ψυχικές διαταραχές, η χρήση αλκοόλ και η χρήση ουσιών και οι ψυχώσεις.
Τέτοιες εκτιμήσεις έχουν επιστήσει την προσοχή στη σημασία των ψυχικών διαταραχών για τη δημόσιαυγεία. Ωστόσο, επειδή τονίζουν τη χωριστή συμβολή των ψυχικών και σωματικών διαταραχών στην αναπηρία και τη θνησιμότητα, ενδέχεται να έχουν εδραιώσει την αποξένωση της ψυχικής υγείας από τις κύριες προσπάθειες για τη βελτίωση της υγείας και τη μείωση της φτώχειας.
Η επιβάρυνση από τις ψυχικές διαταραχές είναι πιθανό να έχει υποτιμηθεί λόγω της ανεπαρκούς εκτίμησης της σύνδεσης μεταξύ ψυχικών ασθενειών και άλλων καταστάσεων υγείας.Δεν μπορεί να υπάρξει υγεία χωρίς ψυχική υγεία (Henningsen P, Zimmermann T, Sattel H., 2003). Επιπλέον, πολλές είναι οι καταστάσεις υγείας που μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο για ψυχική διαταραχή, ενώ παράλληλα η συνοσηρότητα περιπλέκει την αναζήτηση βοήθειας, τη διάγνωση και τη θεραπεία και επηρεάζει την πρόγνωση. Οι υπηρεσίες υγείας συνήθως δεν παρέχονται ισότιμα στα άτομα με ψυχικές διαταραχές και η ποιότητα της περίθαλψης τόσο για τις ψυχικές όσο και για τις σωματικές παθήσεις των ατόμων αυτών θα μπορούσε να βελτιωθεί(Barsky AJ, Orav EJ, Bates DW., 2005). Συμπέρασμα των παραπάνω είναι το ότι πρέπει να αναπτύξουμε και να αξιολογήσουμε ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που μπορούν να ενσωματωθούν στη διαχείριση των μεταδοτικών και μη μεταδοτικών ασθενειών. Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να ενισχυθούν για να βελτιώσουν την παροχή φροντίδας ψυχικής υγείας, εστιάζοντας σε υφιστάμενα προγράμματα και δραστηριότητες, όπως αυτά που αφορούν την πρόληψη και τη θεραπεία του HIV, της φυματίωσης και της ελονοσίας, τη βία λόγω φύλου, την προγεννητική φροντίδα, την ολοκληρωμένη διαχείριση των παιδικών ασθενειών και της παιδικής διατροφής και την καινοτόμο διαχείριση των χρόνιων ασθενειών (EscobarJI, WaitzkinH, SilverRC, GaraM, HolmanA.,1998).
Συνήθως, τουλάχιστον το ένα τρίτο όλων των σωματικών συμπτωμάτων παραμένειιατρικά ανεξήγητο, τόσο στο γενικό πληθυσμόόσο και στον πληθυσμό που λαμβάνει ιατρική περίθαλψη. Το 15% των ασθενών που εξετάζονται στην πρωτοβάθμια περίθαλψη παρουσιάζουν σωματοποίηση, η οποία ορίζεται ως ιατρικά ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα σε συνδυασμό με ψυχολογική δυσφορία.Η σωματοποίηση σχετίζεται με την κακή ποιότητα ζωής και την αυξημένη χρήση υγειονομικής περίθαλψης, μετά από έλεγχο γιασυνυπάρχουσα ψυχική διαταραχή (Smith GR Jr, Rost K, Kashner TM., 1995). Ιατρικώς ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα και σύνδρομα συνδέονται στενά με κοινές ψυχικές διαταραχές, ωστόσο, τουλάχιστον το ένα τρίτο των ατόμων με σωματοποίηση δεν έχουν συνυπάρχουσα ψυχική διαταραχή (Kroenke K, Spitzer RL, Williams JB., 2002). Συνήθη ιατρικάανεξήγητα συμπτώματα είναι ο πόνος, η κόπωση και η ζάλη, το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ο χρόνιος πυελικός πόνος, η δυσλειτουργία της κροταφογναθικής άρθρωσης και τα σύνδρομα σεξουαλικής αποφόρτισης (Gureje O, Simon GE, Ustun TB, Goldberg DP., 1997).
Εν κατακλείδι, η ψυχική υγεία πρέπει να αναγνωριστεί ως αναπόσπαστοσυστατικό της πρακτικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη υγείας. Πέρα από αυτό, οι εργαζόμενοι στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας πρέπει να εκπαιδεύονται στην αναγνώριση και την τεκμηριωμένη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών και να τους παρέχεται η κατάλληλη εποπτεία και υποστήριξη για να μπορούν να φέρουν εις πέρας τον παραπάνω σκοπό. Ως εκ τούτου, βασικές φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές θεραπείεςχρειάζεται να είναι διαθέσιμες σε όλα τα επίπεδα υγειονομικής περίθαλψης και να παρέχονται δωρεάν σε όλα τα άτομα που απευθύνονται για βοήθεια χωρίς να επιδέχονται κάποιο φιλτράρισμα εξαρτημένο των ατομικών χαρακτηριστικών των ατόμων.