Για να εξηγήσουμε τον όρο αντίσταση, πρέπει πρώτα να ορίσουμε τον όρο συμπεριφορά. Ως συμπεριφορά εννοούμε το σύνολο των μεταβολών της στάσης ενός έμβιου όντος.Κάθε συμπεριφορά αντιστοιχεί στις κινήσεις του οργανισμού που παρατηρούμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Για να μεταφραστείη εκάστοτε συμπεριφορά, κάποιος αναλαμβάνει το ρόλο του παρατηρητή. Η επιτυχία ή αποτυχία μίας συμπεριφοράς καθορίζεται από τις προσδοκίες του παρατηρητή.
Στο περιβάλλον της ψυχοθεραπείας, η στάση του θεραπευόμενου μπορεί να συνδεθεί στενά με το αίτημά που έχει φέρει και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η μη προσέλευση στη θεραπεία με ψευδή ενημέρωση ή απουσία αυτής, η αργοπορημένη προσέλευση, η υποτίμηση της θεραπευτικής διαδικασίας, η ασυνέπεια στις ΄΄εργασίες για το σπίτι΄΄, η ρίψη ευθυνών σε τρίτους, η έντονη εξιδανίκευση ή υποτίμηση του θεραπευτή, η απόκρυψη πληροφοριών ή η άρνηση απαντήσεων στις ερωτήσεις του θεραπευτή, είναι κάποιες από τις βασικές συμπεριφορές αντίστασης ενός θεραπευόμενου.
Η αντίσταση στη θεραπεία μπορεί να φαντάζει ΄΄λογική΄΄ αντίδραση όταν ο θεραπευόμενος έχει έρθει στο εκάστοτε πλαίσιο, με παρότρυνση ή επιβολή τρίτων καθώς δεν αποτελεί προσωπική του επιλογή. Τι συμβαίνει όμως με τους ‘’αυτόβουλους΄΄ επισκέπτες, εκείνους δηλαδή που επέλεξαν να έρθουν για θεραπεία; Σε αυτό το σημείο είναι καλό να ορίσουμε έναν ακόμα όρο, αυτόν της ομοιόστασης. Ως ομοιόσταση εννοούμε την ικανότητα του οργανισμού να αντιστέκεται στην οποιαδήποτε αλλαγή προσπαθεί να προκαλέσει το εξωτερικό περιβάλλον, διατηρώντας σταθερό το εσωτερικό του περιβάλλον. Με βάση αυτόν τον ορισμό,η αντίσταση στη θεραπεία θα μπορούσε να μεταφραστεί ως μία φυσιολογική τάση του ατόμου να αντισταθεί στα νέα δεδομένα που εισάγονται στη ζωή τουπροσπαθώντας να διατηρήσει σταθεράτα ήδη υπάρχοντα, αυτά με τα οποία νιώθει οικειότητα και ασφάλεια.
Ο ανθρώπινος οργανισμός ωστόσο συνεχώς βρίσκεται σε μία διαδικασία αλλαγής από την πρώτη μέρα της γέννησής του (ανάπτυξη σώματος, μετάβαση σε διαφορετικά πλαίσια: σχολείο, εργασία κ.α.), ενώ η σταθερότητα φαντάζει αδύνατη. Η διατήρηση της αντίστασης επηρεάζει σημαντικά τη θεραπευτική σχέση, τη διαδικασία και το αποτέλεσμα αυτής. Θεραπευτής και θεραπευόμενος οφείλουν να μιλήσουν για την αντίσταση, να τη διερευνήσουν και να την επεξεργαστούν . Για τη θετική έκβαση της θεραπείας, είναι σημαντικό να αναπτυχθεί μία ισχυρή θεραπευτική σχέση μέσα στην οποία ο θεραπευόμενος νιώθει αμεσότητα, ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Με αυτή τη θεραπευτική βάση, δίνεται στον αιτούντα ο χώρος και ο χρόνος να επεξεργαστεί τις νέες πληροφορίες που του δίνονται, να εκφραστεί και να λάβει δράση. Τόσο θεραπευτής όσο και θεραπευόμενος οφείλουν να ξεκαθαρίσουν το αίτημα του δεύτερου και να κατανοηθεί ότι η θεραπεία δεν αποτελεί μία παθητική διαδικασία όπου το άτομο κατευθύνεται από τον ειδικό και βρίσκει λύσεις στα προβλήματά του.
Βιβλιογραφία:
Αγγλική:
Maturana Η., VarelaF. (1992), Το δέντρο της γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης. ΕκδόσειςΚάτοπτρο.
Mahoney, M. J. (1991). Human change processes: The scientific foundations of psychotherapy.
Vander M., Sherman J., Luciano D., ΤσακόπουλοςΜ. (2001). Φυσιολογία του Ανθρώπου – Μηχανισμοί της λειτουργίας του οργανισμού. Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Ελληνική:
Γιωτσίδη Β. (2013). Η αντίσταση στην ψυχοθεραπεία. Θεωρία, έρευνα και κλινικό έργο. Εκδόσεις Τόπος.