Με την έλευση της αποϊδρυματοποίησης των ψυχιατρικών ασθενών και την ταυτόχρονη ανάπτυξη των κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας, η ευθύνη για τη φροντίδα των ασθενών έχει σε μεγάλο βαθμό μεταφερθεί στα μέλη της οικογένειας, τα οποία ενεργούν ως φροντιστές πρώτης γραμμής (Bloch et al., 1995). Η μελέτη των οικογενειακών αλληλεπιδράσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική στα αρχικά στάδια της ψυχιατρικής νόσου, όταν παρατηρούνται οι περισσότερες αλλαγές στη δυναμική της οικογένειας (Birchwood και Macmillan, 1993).
Το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης αναφέρεται στην πρώτη φορά που κάποιος βιώνει ένα ψυχωσικό επεισόδιο. Το πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο μπορεί να οδηγήσει σε ένα ευρύ φάσμα κλινικών διαγνώσεων, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας και της διπολικής διαταραχής. Από την άποψη των οικογενειακών συστημάτων, η δυσλειτουργία ή η ασθένεια ενός μέλους της οικογένειας επηρεάζει τα άλλα μέλη της οικογένειας, επειδή μια οικογενειακή μονάδα λειτουργεί ως ένα αλληλένδετο σύνολο (Friedman et al., 2003). Έτσι, οι σχέσεις και οι ρόλοι πρέπει να προσαρμοστούν με τις ανάγκες της ασθένειας και να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί το οικογενειακό σύστημα.
Η σχέση μεταξύ της οικογενειακής λειτουργίας και της ψυχικής νόσου έχει ερευνηθεί κυρίως όσον αφορά τους οικογενειακούς παράγοντες που επηρεάζουν την υποτροπή των ασθενών, την πορεία και την έκβαση της νόσου (Leff and Vaughn, 1985). Η στάση των μελών της οικογένειας απέναντι στον ασθενή, όπως μετριέται από το επίπεδο του εκφρασμένου συναισθήματος και της οικογενειακής επιβάρυνσης που συνδέεται με τον ρόλο της φροντίδας, έχει λάβει μεγάλη προσοχή (Awad and Voruganti, 2008, Wearden et al., 2000). Έρευνες αρκετών δεκαετιών έχουν καθιερώσει το εκφρασμένο συναίσθημα ως έναν εξαιρετικά αξιόπιστο ψυχοκοινωνικό προγνωστικό παράγοντα της ψυχιατρικής υποτροπής στη σχιζοφρένεια (Butzlaff and Hooley, 1998, Cechnicki et al., 2013, Hooley, 2007). Υψηλά επίπεδα εκφρασμένου συναισθήματος έχουν βρεθεί τόσο σε ασθενείς με χρόνια ψύχωση (Marom et al., 2005, Mavreas et al., 1992) όσο και σε εκείνους που έχουν ένα πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο (Bachmann et al., 2002, Barrelet et al., 1990, Gonzalez-Blanch et al., 2010, Heikkila et al., 2002, Huguelet et al., 1995, McNab et al., 2007, Patterson et al., 2000). Επιπλέον, πολυάριθμες μελέτες έχουν σταθερά τεκμηριώσει ότι οι φροντιστές ασθενών με χρόνια ψύχωση βιώνουν υψηλά επίπεδα επιβάρυνσης που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία και την ποιότητα ζωής τους (Caqueo-Urizar and Gutierrez-Maldonado, 2006, Gutierrez-Maldonado et al., 2005). Επιπλέον, πρόσφατα ευρήματα υποδηλώνουν υψηλά επίπεδα επιβάρυνσης και ψυχολογικής δυσφορίας μεταξύ των φροντιστών ασθενών που παρουσιάζουν ένα πρώτο ψυχωσικό επεισόδιο αμέσως μετά την έναρξη της νόσου (Boydell et al., 2014, McCann et al., 2011).
Η οικογενειακή λειτουργικότητα, η οποία αναφέρεται στην ποιότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας, είναι μια ευρεία έννοια και χρησιμοποιείται συχνά ως όρος ομπρέλα που περιλαμβάνει πολυάριθμες δομές, συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής συνοχής και της προσαρμοστικότητας στην αλλαγή. Η αποτελεσματική λειτουργία της οικογένειας μπορεί να διευκολυνθεί ή να αποτραπεί ανάλογα με το επίπεδο συνοχής και προσαρμοστικότητας της οικογένειας (Minuchin et al., 1978). Οι Olson et al. ανέπτυξαν το «Circumplex Model of Marital and Family Systems», με το οποίο περιγράφουν το επίπεδο λειτουργίας της οικογένειας (Olson et al., 1979). Το μοντέλο αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως «σχεσιακή διάγνωση», επειδή επικεντρώνεται στο σύστημα σχέσεων και αποτελείται από τρεις βασικές έννοιες για την κατανόηση της οικογενειακής λειτουργίας: οικογενειακή συνοχή, ευελιξία και επικοινωνία (Olson, 2000). Η οικογενειακή συνοχή ορίζεται ως ο συναισθηματικός δεσμός που έχουν τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους (Olson, 1993), ενώ η οικογενειακή ευελιξία ορίζεται ως η ποιότητα και η έκφραση της ηγεσίας και της οργάνωσης, της σχέσης ρόλων και των κανόνων και διαπραγματεύσεων των σχέσεων (Olson and Gorall, 2006). Η επικοινωνία ορίζεται ως οι θετικές δεξιότητες στη μετάδοση πληροφοριών που χρησιμοποιούνται από τα μέλη της οικογένειας (Olson and Gorall, 2006) και θεωρείται ως μια διάσταση διευκόλυνσης που βοηθά τις οικογένειες να διαπραγματευτούν τη συνοχή και την ευελιξία (Olson et al., 2007).
Οι μελέτες που αξιολογούν την οικογενειακή συνοχή και προσαρμοστικότητα στην ψύχωση έχουν δώσει μικτά ευρήματα, ίσως λόγω της εφαρμογής διαφορετικών μέσων για την αξιολόγηση της οικογενειακής λειτουργίας [π.χ. Family Adaptability and Cohesion Evaluation Scales-III (Olson et al., 1985), Family Assessment Device (Epstein et al., 1983)]. Οι Miller et al. (1986) διαπίστωσαν ότι η οικογενειακή λειτουργικότητα των ασθενών με σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή δεν διέφερε σημαντικά από τις οικογένειες ελέγχου. Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι οι οικογένειες ασθενών με σχιζοφρένεια και διπολική διαταραχή μπορεί να παρουσιάζουν ελλείμματα στην οικογενειακή λειτουργικότητα σε σύγκριση με τις οικογένειες ελέγχου (Chang et al., 2001, Friedmann et al., 1997, Phillips et al., 1998, Romero et al., 2005, Sun and Cheung, 1997). Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διάγνωση, η ύπαρξη μέλους της οικογένειας σε οξεία φάση ψυχιατρικής διαταραχής φάνηκε να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για κακή οικογενειακή λειτουργικότητα (Friedmann et al., 1997).
Παρόλο που ο ρόλος της οικογένειας στην έκβαση της χρόνιας ψυχικής νόσου είναι τεκμηριωμένος, έχουν γίνει λίγες έρευνες σχετικά με τις ενδοοικογενειακές σχέσεις κατά τα αρχικά στάδια της νόσου, η οποία εξέτασε ορισμένες πτυχές των ενδοοικογενειακών συναλλαγών, όπως το εκφρασμένο συναίσθημα και τη οικογενειακή επιβάρυνση (Koutra et al. 2014a). Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου εμπειρικά δεδομένα σχετικά με την οικογενειακή συνοχή και την προσαρμοστικότητα στο πλαίσιο του πρώτου ψυχωσικού επεισοδίου. Στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών που έχουν διαγνωστεί με ψύχωση επιστρέφουν για να διαμείνουν με τις οικογένειές τους στην κοινότητα (Basta et al., 2013, Madianos et al., 1997) μετά την έξοδο από το νοσοκομείο και εξαρτώνται από τη βοήθεια και τη συνεχή συμμετοχή των οικογενειών τους. Παρόλο που η ελληνική οικογένεια είναι φαινομενικά μια πυρηνική οικογένεια (Georgas, 1999, Κατάκης, 1998, Papadiotis and Softas-Nall, 2006, Softas-Nall, 2003), στην πραγματικότητα λειτουργεί ως διευρυμένη (Georgas, 1999, Georgas, 2000). Οι ελληνικές οικογένειες χαρακτηρίζονται από συνοχή και στενούς δεσμούς και αλληλεπιδράσεις. Στην Ελλάδα η οικογένεια θεωρείται πυλώνας της κοινωνίας και, ως εκ τούτου, τα προβλήματα αναμένεται να επιλύονται από όλη την οικογένεια. Αυτός ο τύπος οικογένειας έχει ονομαστεί «διευρυμένη αστική οικογένεια» (Georgas, 2000). Από την άποψη αυτή, η ασθένεια ενός μέλους της οικογένειας μπορεί να επηρεάσει την οικογενειακή δυναμική και να οδηγήσει σε σημαντική επιβάρυνση ολόκληρης της οικογένειας.