Η έκβαση των ασθενών στη διπολική διαταραχή, παλαιότερα γνωστή ως μανιοκατάθλιψη, παραδοσιακά καθορίζεται από την αξιολόγηση των αντικειμενικά μετρούμενων κλινικών πληροφοριών, όπως τα ποσοστά υποτροπής, νοσηλείας ή ο βαθμός μείωσης των συμπτωμάτων.
Ωστόσο, πολλές θεραπευτικέςμελέτες περιλαμβάνουν πλέον αντικειμενικές και υποκειμενικές μετρήσεις της ευημερίας, με έναν πρόσφατο τομέα της έρευνα να εστιάζει στις αντιλήψεις των ασθενών για την ποιότητα ζωής τους. Η ποιότητα ζωής είναι μια ευρεία και δυνητικά πολύπλοκη έννοια, αλλά ουσιαστικά αναφέρεται στην ευημερία ενός ατόμου σε ένα φάσματων τομέων της ζωής, όπως ο επαγγελματικός, ο συναισθηματικός,η κοινωνική και σωματική λειτουργία.
Παρόλο που ένα σχετικά μεγάλο μέρος της έρευνας έχει ασχοληθεί με την σχέση μεταξύ της ποιότητας ζωής και της μονοπολικής μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, η έρευνα σχετικά με την ποιότητα ζωής στην διπολική διαταραχή ήταν αργή παρόλο που οι εμπειρογνώμονες θεωρούν πως η βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής είναι ένας βασικός θεραπευτικός στόχος σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών. Τρεις ανασκοπήσεις αυτής της βιβλιογραφίας έχουν πλέον διεξαχθεί, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ποιότητα ζωής είναι αισθητά μειωμένη στους ασθενείς με διπολική διαταραχή, ακόμη και σε σύγκριση με ασθενείς με χρόνιες ιατρικές παθήσεις ή άλλες σοβαρές, χρόνιες ψυχιατρικές διαταραχές.
Τα άτομα με διπολική διαταραχή βιώνουν συχνά χαμηλότερη ποιότητα ζωής και χειρότερη λειτουργικότητα από τον γενικό πληθυσμό (Abraham et al. 2014, Sierra etal. 2005,Sylvia et al. 2013), ακόμη και όταν δεν βρίσκονται σε επεισόδιο συναισθηματικής μεταβλητότητας της διάθεσης (Fulford et al. 2014- Gazalle et al. 2007- Shabani et al. 2013). Επιπλέον, όσοι βιώνουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής παρουσιάζουν μεγαλύτερη παρορμητικότητα μεταξύ των επεισοδίων και περισσότερες γνωστικές διαταραχές, καθώς και υπολειμματικά καταθλιπτικά και ψυχωσικά συμπτώματα (Depp et al. 2006- Victor et al. 2011).
Πέρα από τα ψυχιατρικά συμπτώματα, υπάρχουν κι άλλες πηγές άγχουςοι οποίες μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της ποιότητας ζωής και της λειτουργικότητας του ατόμου. Το κοινωνικό μειονέκτημα είναιμια σύνθετη έννοια η οποία εξαρτάται από το επίπεδο εκπαίδευσης,κατάσταση απασχόλησης, το επίπεδο εισοδήματος και το επαγγελματικό κύρος (Duncan 1961) του ατόμου. Το κοινωνικό μειονέκτημα μπορεί να συμβάλει τόσο στην μείωση της ποιότητας ζωής όσο και της λειτουργικότητας του ατόμου τα οποία λαμβάνονται ως ατομικο κοινωνικά ελλείματα. Η διπολική διαταραχή συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και αναπηρίας(Fulfordetal. 2014- Sanchez-Morenoetal. 2009- Sylviaet al. 2013), και η μεγαλύτερη κοινωνική μειονεξία έχεισχετιστεί με υψηλότερα επίπεδα στρες, υψηλότερη θνησιμότητα,και μειωμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη (Adler και Newman, 2002- Brennanetal. 2013- Mielcketal. 2014).Έτσι, ακόμα και σήμερα, παραμένει ασαφής η συσχέτιση των κοινωνικών μειονεκτημάτων με την ποιότητα ζωής και τη λειτουργικότητα στη διπολική διαταραχή.