Η επικοινωνία αποτελεί βασικό στοιχείο της νοσηλευτικής φροντίδας, ιδιαίτερα όταν αφορά παιδιά με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Τα παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται, επεξεργάζονται και εκφράζουν τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Η λεκτική επικοινωνία, συχνά περιορισμένη ή διαφορετική, καθιστά αναγκαία την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών αλληλεπίδρασης, με κυριότερη τη μη λεκτική επικοινωνία.
Για τον νοσηλευτή, η κατανόηση και η σωστή χρήση αυτών των μορφών επικοινωνίας αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τη δημιουργία εμπιστοσύνης και τη βελτίωση της ποιότητας φροντίδας.
Επικοινωνία και αυτισμός
Η επικοινωνία στα παιδιά με ΔΑΦ μπορεί να είναιδιαφορετική σε σχέση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Πολλά παιδιά δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν ή να κατανοήσουν τη γλώσσα, ενώ άλλες φορές η επικοινωνία εκδηλώνεται μέσα από κινήσεις, βλέμματα, χειρονομίες ή εκφράσεις προσώπου.Τα παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν ελλείμματα τόσο στη λεκτική όσο και στη μη λεκτική επικοινωνία, γεγονός που επηρεάζει τη δυνατότητά τους να δημιουργούν και να διατηρούν κοινωνικές σχέσεις.
Ο ρόλος του νοσηλευτή στην επικοινωνία με παιδιά με ΔΑΦ
Ο νοσηλευτής αποτελεί καθημερινό σημείο αναφοράς για το παιδί και οφείλει να προσαρμόζει τον τρόπο επικοινωνίας του ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες και δυνατότητες του κάθε παιδιού.
Η επικοινωνία δεν περιορίζεται στη μεταφορά οδηγιών ή πληροφοριών, αλλά λειτουργεί ως θεραπευτικό εργαλείο: μειώνει το άγχος του παιδιού, ενισχύει τη συνεργασία και προάγει τη συναισθηματική ασφάλεια.
Η αποτελεσματική επικοινωνία απαιτεί:
- υπομονή και σταθερότητα στη φωνή,
- απλές και σαφείς λεκτικές οδηγίες,
- χρήση θετικών εκφράσεων,
- συνέπεια και προβλεψιμότητα στη συμπεριφορά του νοσηλευτή.
Η σημασία της μη λεκτικής επικοινωνίας
Η μη λεκτική επικοινωνία περιλαμβάνει όλα τα μέσα που μεταφέρουν μηνύματα χωρίς λόγια:
- βλέμμα
- στάση σώματος
- εκφράσεις προσώπου
- τόνος φωνής
- κινήσεις
- αγγίγματα
- φυσική απόσταση
Στα παιδιά με διαταραχές αυτιστικού φάσματος, αυτά τα στοιχεία αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς αποτελούν το κύριο μέσο κατανόησης του συναισθήματος και της πρόθεσης του άλλου.Ένα ήρεμο βλέμμα, ένας σταθερός τόνος φωνής και η αποφυγή απότομων κινήσεων μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να αισθανθεί ασφάλεια και να παραμείνει συνεργάσιμο. Αντίθετα, η υπερβολική οπτική επαφή ή η έντονη σωματική εγγύτητα μπορεί να προκαλέσουν άγχος ή υπερδιέγερση, λόγω της αυξημένης αισθητηριακής ευαισθησίας που χαρακτηρίζει πολλά παιδιά με αυτισμό.Ο νοσηλευτής χρειάζεται να «διαβάζει» τις μη λεκτικές εκφράσεις του παιδιού τις κινήσεις, τις εκφράσεις προσώπου, το βλέμμα ώστε να αντιλαμβάνεται πότε το παιδί αισθάνεται άνετα, αγχωμένο ή δυσφορεί. Έτσι, η μη λεκτική επικοινωνία γίνεται αμφίδρομη διαδικασία κατανόησης και σεβασμού.
Εναλλακτικά και υποστηρικτικά συστήματα επικοινωνίας
Σε πολλές περιπτώσεις, η επικοινωνία υποστηρίζεται από οπτικά βοηθήματα, όπως εικόνες, κάρτες, πίνακες συμβόλων ή ηλεκτρονικές εφαρμογές.
Η χρήση τέτοιων εργαλείων μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη δυνατότητα του παιδιού να εκφράσει ανάγκες, προτιμήσεις ή συναισθήματα, μειώνοντας έτσι το άγχος και τις πιθανές εκρήξεις συμπεριφοράς.
Ο νοσηλευτής οφείλει να είναι εξοικειωμένος με αυτά τα μέσα και να τα ενσωματώνει στην καθημερινή του πρακτική, σε συνεργασία με την ομάδα ειδικών παιδαγωγών και λογοθεραπευτών.
Επαγγελματική στάση και συναισθηματική προσέγγιση
Η επικοινωνία δεν βασίζεται μόνο στην τεχνική, αλλά και στη συναισθηματική ποιότητα της σχέσης. Η ενσυναίσθηση, η ηρεμία, η σταθερότητα και η αποδοχή χωρίς κριτική αποτελούν προϋποθέσεις για μια θετική αλληλεπίδραση.
Η εμπιστοσύνη χτίζεται σταδιακά, μέσα από συνεπή και προβλέψιμη συμπεριφορά. Ο νοσηλευτής λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο παιδί και το θεραπευτικό ή κοινωνικό του περιβάλλον, διευκολύνοντας τη συμμετοχή του στις καθημερινές δραστηριότητες.
Συμπερασματικά
Η επικοινωνία λεκτική και μη λεκτική αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της φροντίδας παιδιών με ΔΑΦ. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το κάθε παιδί αντιλαμβάνεται και ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα, επιτρέπει στον νοσηλευτή να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του και να προσφέρει εξατομικευμένη, αποτελεσματική φροντίδα.
Η μη λεκτική επικοινωνία, όταν χρησιμοποιείται με ευαισθησία και συνέπεια, ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας, μειώνει το στρες και καλλιεργεί σχέσεις εμπιστοσύνης θεμέλιο για κάθε θεραπευτική σχέση.Η επένδυση στην εκπαίδευση των νοσηλευτών σε θέματα επικοινωνίας και κατανόησης της συμπεριφοράς των παιδιών με αυτισμό είναι ουσιώδης για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ενίσχυση της ανθρώπινης διάστασης της φροντίδας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th ed.).Washington, DC: APA.
- Baron-Cohen, S., Tager-Flusberg, H., & Cohen, D. J. (2000). Understanding other minds: Perspectives from developmental cognitive neuroscience.OxfordUniversityPress.
- Howlin, P., Baron-Cohen, S., & Hadwin, J. (1999). Teaching children with autism to mind-read: A practical guide.Wiley.
- Wong, C., et al. (2015). Evidence-based practices for children, youth, and young adults with Autism Spectrum Disorder.Journal of Autism and DevelopmentalDisorders, 45(7), 1951–1966.
Μπέτση Παναγιώτα Νοσηλεύτρια




