Δεκαετίες ερευνών πάνω στο κομμάτι της θεραπευτικής σχέσης έχουν δείξει πως αποτελεί ένα κύριο παράγοντα για αλλαγή στην ψυχοθεραπεία (Gelso, 2014; Norcross, 2011). Εκτεταμένες μελέτες έχουν γίνει στη θεραπευτική συμμαχία για την εξέταση των κεντρικών στοιχείων της θεραπευτικής σχέσης και έχει φανεί πως παρόλο που είναι μια από τις μη ειδικές μεταβλητές, εξηγεί πολύ καλά τη ψυχοθεραπευτική αλλαγή ασχέτως της προσέγγισης και της μεθόδου που χρησιμοποιείται (Horvath, 2005; Horvath, Del Re, Flückiger, & Symonds, 2011).
Στο χώρο της ψυχικής υγείας δεν μπορεί να υπάρξει φροντίδα χωρίς την έννοια της θεραπευτικής σχέσης. Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου σχετίζεται άμεσα με την θεραπεία και την πορεία της. Αυτή η συσχέτιση επηρεάζει και το αποτέλεσμα της θεραπείας καθώς προβλέπει και τον σχηματισμό μιας θεραπευτικής προσκόλλησης (McGuire, McCabe, Catty, Ηansson, Priebe, 2007), (Evans-Jones, Peters, Barker, 2009). Μια σταθερή θεραπευτική σχέση μεταξύ δύο ατόμων αποτελεί βασικό συστατικό για την θεραπεία απέναντι στην σχιζοφρένια (Cechnicki, 2000).
Οι Hewitt και Coffey (2005) αναφέρουν πως η θεραπευτική σχέση φαίνεται να επηρεάζει θετικά το κίνητρο του θεραπευόμενου για αλλαγή καθώς και την διατήρηση και τήρηση της χρήσης της φαρμακευτικής αγωγής. Συγκεκριμένα, ο Chadwick (2006) θεωρεί πως μια πιο ισότιμη προσέγγιση, την ριζική συνεργασία όπως αναφέρει, μπορεί να ενισχύσει την θεραπευτική σχέση με ένα άτομο με ψύχωση. Η προσέγγιση αυτή στοχεύει στο να μπορέσει ο θεραπευόμενος να ανακαλύψει και να θέσει τους δικούς του στόχους ενώ βρίσκεται μέσα σε μια θεραπευτική σχέση που έχει πιο συνεργατικό και υποστηρικτικό ύφος και ο θεραπευτή δεν έχει τον ρόλο του απαιτητικού θεραπευτή για την πορεία της θεραπείας. Η δημιουργία της θεραπευτικής σχέσης επίσης εξαρτάται και από την ικανότητα του θεραπευτή να δείχνει ενσυναίσθηση και αντανάκλαση ως προς τον θεραπευόμενο όπου μέσα από αυτές τις θεραπευτικές δράσεις θα εστιάζουν στην αναγνώριση και στην ταυτοποίηση της γνωστικής και συναισθηματικής κατάστασης του θεραπευόμενου και όχι στην συμπεριφορά του (Fonagy & Target, 2000).
Γενικότερα οι υπάρχουσες έρευνες πάνω στη θεραπευτική συμμαχία με άτομα με σχιζοφρένεια την θεωρούν πολύ σημαντικό παράγοντα για την διατήρηση της ψυχοθεραπευτικής και φαρμακευτικής θεραπείας (Misdrahi, Petit, Blanc, Bayle, & Llorca, 2012) η οποία θα βοηθήσει και μετέπειτα στα αποτελέσματα της θεραπείας (Kvrgic, Cavelti, Beck, Rüsch, & Vauth, 2013). Μια καλή θεραπευτική συμμαχία συνδέεται με την βελτίωση του θεραπευόμενου, ακόμα και με την ψυχική ανάκαμψη ατόμων με πρώιμα ψυχωσικά συμπτώματα (Goldsmith, Lewis, Dunn, & Bentall, 2015).
Σε κοινοτικά πλαίσια φροντίδας ο θεραπευτής πρέπει να δημιουργήσει μια σχέση που θα διαρκέσει και θα υπάρχει συνεργασία με τον θεραπευόμενο. Εάν υπάρξει μια τέτοια συνθήκη ο θεραπευτής θα μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ο θεραπευόμενος θα τον εμπιστευτεί και θα διατηρηθεί μια σχέση με όρια (Sosnowska, Prot-Klinger, Scattergood, Paczkowska, Smolicz, Ochocka, 2011). Δουλεύοντας μέσα σε ένα κοινοτικό πλαίσιο επειδή ο θεραπευτής εκπροσωπεί και το πλαίσιο αλλά και την σχέση με τον θεραπευόμενο θα πρέπει να εξασφαλίζει αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση. Επίσης τα άτομα που έχουν ψύχωση είναι πιθανόν να έχουν περάσει μέσα από πολλές δομές ψυχικής υγείας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχει στο νου του ο θεραπευτής και να προσπαθεί μέσα από την στάση του να δείξει κατανόηση ως προς τις εμπειρίες που έχει ο θεραπευόμενος. Αυτό περιλαμβάνει να είναι και πιο ανεκτικός ως προς την ψυχοπαθολογία του (Sosnowska, Prot-Klinger, Scattergood, Paczkowska, Smolicz, Ochocka, 2011). Βέβαια μια δυσκολία που μπορεί να προκύψει είναι να μην εμπιστευτεί ο θεραπευόμενος τον θεραπευτή λόγω της ψυχοπαθολογίας του.
Οι Frank και Gunderson (1990) διερεύνησαν την σχέση μεταξύ της θεραπευτικής συμμαχίας και της διαδικασίας της έκβασης στη ψυχοδυναμική θεραπεία όσο αφορά την σχιζοφρένεια και διαπίστωσαν ότι οι καλύτερες θεραπευτικές συμμαχίες σχετίζονταν με τις μεγαλύτερες μειώσεις της παγκόσμιας ψυχοπαθολογίας και των θετικών συμπτωμάτων. Μια πρόσφατη μελέτη των Svensson και Hansson (1999a) βρήκε μια θετική σχέση μεταξύ της αρχικής συμμαχίας και ενός ευνοϊκού αποτελέσματος στο τέλος της θεραπείας των ατόμων που έλαβαν γνωστική θεραπεία για τη σχιζοφρένια. Η δημιουργία στόχων και η «εργασία» που θα τους ανατίθεται μεταξύ των συνεδριών αποτελεί ένα ουσιαστικό κομμάτι του γνωστικού συμπεριφορικού μοντέλου και θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην επιρροή του αποτελέσματος (Beck, Rush, Shaw, & Emery, 1979; Fennell & Teasdale, 1987). Η συλλογή των πληροφοριών, η δοκιμή των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και η άσκηση νέων προσαρμοστικών δεξιοτήτων είναι το κυριότερο στο γνωστικό συμπεριφορικό μοντέλο, ανεξαρτήτως διαταραχής, και οι αναθέσεις «εργασίας» είναι ο τρόπος για εμπειρική μάθηση.
Όπως φαίνεται μέσα από την βιβλιογραφία η θεραπευτική σχέση με τον ψυχωσικό πληθυσμό όπως και με κάθε πληθυσμό ανεξαρτήτως διάγνωσης και παθολογίας είναι πολύ σημαντική. Αν δεν υπάρξει εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση, άνευ όρων αποδοχή και αυθεντικότητα δεν θα μπορέσει να εδραιωθεί μια καλή σχέση η οποία είναι απαραίτητη για την συνεργασία μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου (McWilliams, 2000).