«Δεν είναι η βλάβη του ατόμου η αιτία που προκαλεί την αναπηρία, αλλά η αποτυχία της κοινωνίας να παρέχει κατάλληλες υπηρεσίες και να διασφαλίσει επαρκώς τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία». Mike Oliver (1996, σ. 2)
Σύμφωνα με τους Corker και Shakespeare (2002) δεν υπάρχει ένας καθολικός ορισμός για το τι είναι αναπηρία. Παλιότερα ήταν σημείο αμαρτίας από τη θεία δύναμη ή ως κάτι το θείο ή χάρισμα του ατόμου (Braddock & Parish, 2001. Barnes, 1998).
Με τη βιομηχανική επανάσταση η εξέλιξη κι εξάπλωση της ιατρικής συνέβαλλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός νέου παραδείγματος. Η εργασία στα εργοστάσια συνέβαλε στην αντίληψη ότι τα άτομα με αναπηρία δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου μοντέλου εργασίας διότι στερούνται ικανοτήτων ή/και δεξιοτήτων και ως εκ τούτου δεν είναι το ίδιο παραγωγικά όπως τα άτομα χωρίς αναπηρία (Barnes, 1998). Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτού του νέου τρόπου παραγωγής ένα νέο σύστημα ταξινόμησης αναδύεται για να διακρίνει τα σώματα σε εκείνα που είναι «ικανά» και σε εκείνα που είναι «μη ικανά» να συμμετάσχουν στην παραγωγική διαδικασία (Zola, 1982. Barnes, 1998. Pavli, 2017, σ. 172). Από την άλλη, η ιατρική επιστήμη από τον 18ο συνέχισε να εδραιώνεται όλο και περισσότερο στην κοινωνία, χρίζοντας τους ιατρούς ως τις μόνες αυθεντίες που μπορούν να έχουν λόγο για το ανθρώπινο σώμα (Barnes, 1996).
Ιατρικό μοντέλο
Για την αντιμετώπιση αυτών των περιορισμών, οι ιατροί, βασιζόμενοι στο μοντέλο της ασθένειας, προσπαθούσαν να ‘θεραπεύσουν’ ή να αποκαταστήσουν το ανθρώπινο σώμα όπως θα έπρατταν και στην περίπτωση της ασθένειας (Llewellyn & Hogan, 2000). Με άλλα λόγια, εάν ένα άτομο απέκλινε από την επικρατούσα νόρμα της εποχής για το ‘κανονικό’ σώμα, αυτό που χρειαζόταν ήταν να θεραπευθεί ή αποκατασταθεί ώστε να «κανονικοποιηθεί» και να μπορέσει να ενσωματωθεί στην κοινωνία (Olaussen, 2008).
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει μόνο ένα είδος αναπηρίας καθώς και ότι τα άτομα με την ίδια αναπηρία έχουν εντελώς διαφορετικές εμπειρίες, η μελέτη της βιωμένης εμπειρίας της αναπηρίας είναι αυτή που θα συμβάλλει στην κατανόηση της «περίπλοκης και μεταβαλλόμενης σχέσης που διαμορφώνεται μεταξύ των σωμάτων, των εαυτών μας και των κόσμων στους οποίους ζούμε».
Κοινωνικό Μοντέλο
Από τη δεκαετία 1960 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε ένα ρεύμα έντονης αμφισβήτησής της από τα ίδια τα άτομα με αναπηρία. Για τους ακτιβιστές με αναπηρία, η αναπηρία δεν έπρεπε να αναζητηθεί στο σώμα του ατόμου, όπως υποστήριζε το ιατρικό μοντέλο, αλλά στην κοινωνία και στον τρόπο με τον οποίο αυτή έχει δομηθεί, δημιουργώντας ένα «εχθρικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον» (Dimopoulos, 2010, σ. 20) για τα άτομα με αναπηρία εμποδίζοντας την ενεργή συμμετοχή τους στα κοινωνικό-πολιτικά δρώμενα σε σχέση με τους πολίτες χωρίς αναπηρία (Oliver, 1996).
Στο κοινωνικό μοντέλο η αναπηρία και η βλάβη δεν ταυτίζονται. Η αναπηρία (disability) είναι «το μειονέκτημα ή ο περιορισμός δραστηριότητας που προκαλείται από τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση η οποία δεν λαμβάνει καθόλου ή σχεδόν καθόλου υπόψη της τα άτομα με σωματικές βλάβες, περιορίζοντάς τα από τις κοινωνικές δραστηριότητες», ενώ η βλάβη/δυσχέρεια (impairment) είναι «η στέρηση μέρους ή του συνόλου ενός µέλους ή η ύπαρξη ενός ελαττωματικού µέλους, οργανισμού ή ανατομίας του σώματος».
Η κριτική που δέχθηκε αφορούσε αφενός την υπερβολική έμφαση που δίνει στα εμπόδια (αρχιτεκτονικά, θεσμικά, συμπεριφοράς) που η κοινωνία υψώνει απέναντι στα άτομα με αναπηρία, αφετέρου στο ότι δεν λαμβάνει υπόψη του το πως βιώνει το ίδιο το άτομο την αναπηρία στην καθημερινότητά του (Pinder, 1997. Corker & Shakespeare, 2001. Shakespeare & Watson, 2002).
Απέναντι στο ιατρικό και το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας η συγγραφέας προτάσσει την κριτική τοποθέτηση της αναπηρίας ως «βιωμένης εμπειρίας», επιτρέποντας έτσι να εξετάζεται συγκεκριμένα η μεταβαλλόμενη διάδραση ανάμεσα στα σώματα, τους ανθρώπους και το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλαπλές ερμηνείες για το τι είναι αναπηρία ή πολλαπλά ‘μάτια’ παράγουν πολλές ‘εκδοχές’ της αναπηρίας, και εν γένει της πραγματικότητας (Mol, 1999).
Βιβλιογραφία
Barnes, C. & G. Mercer (20102). Exploring Disability: A Sociological Introduction. Cambridge: Polity Press.
Braddock, D., & S. Parish (2001). An institutional history of disability. In D. Braddock, & S. Parish An institutional history of disability (σσ.11-68). Thousand Oaks: SAGE Publications; Barnes, 1996.
Dimopoulos, A. (2010). Issues in Human Rights Protection of Intellectually Disabled Persons. London: Routledge.
Haraway, D. (1991). Situated Knowledges: Τhe Science Question in Feminism and the Privilege of Partial Perspective.” Στο D. Haraway Simians, Cyborgs and Women: The Reinvention of Nature, edited by Donna Haraway, (σσ. 183–201). London: Free Association Books.
Mol, A. (1999). Ontological Politics. In J. Law & J. Hassard (Εds.) Actor Network Theory and after, (σσ. 74–90). Oxford: Blackwell Publishers.
Pavli, A. (2017). Creative disability classification systems: The case of Greece, 1990-2015. Studies from the Swedish Institute for Disability Research, no. 87. PhD Dissertation. Örebro: Örebro University.
Oliver, M. (1996). Understanding disability: From theory to practice. New York: St. Martin’s Press.
Shakespeare, T. & N. Watson (2002). The Social Model of Disability: An Outdated Ideology? Research in Social Sciences and Disability, 2: 9-28.