Η έναρξη και η συνέχιση χορήγησης μακράς διαρκείας απαιτεί πάντα την παρακολούθηση από ψυχίατρο, ο οποίος θα ελέγχει την αποτελεσματικότητα, τη ρύθμιση της δόσης, αλλά και τις ανεπιθύμητες ενέργειες που ίσως προκύψουν.
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα στη λήψη φαρμακευτικής αγωγής σε ασθενείς με μείζονα ψυχικά νοσήματα είναι η συμμόρφωση σε πολύπλοκα θεραπευτικά σχήματα, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις οι ασθενείς χρειάζεται να λαμβάνουν περισσότερες της μίας φαρμακευτικές ουσίες σε περισσότερα του ενός χάπια την ημέρα. Η πολυπλοκότητα αυτή πολλές φορές λειτουργεί αποτρεπτικά στη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή.
Όμως, η εξέλιξη της τεχνολογίας και της έρευνας των τελευταίων δεκαετιών έχει συνδράμει σημαντικά στην ενίσχυση των διαθέσιμων θεραπευτικών επιλογών. Με αυτόν τον τρόπο οι ασθενείς μπορούν πλέον σε αρκετές περιπτώσεις να αντικαταστήσουν πλήρως μια αγωγή που θα έπαιρναν ως χάπι 2-3 φορές τη μέρα, με μια ένεση μια φορά το μήνα. Έτσι, μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα μη επαρκούς συμμόρφωσης, ενώ υπάρχει και πρακτική ευκολία στη λήψη της αγωγής, καθώς συχνά η ένεση γίνεται ακόμα και στο φαρμακείο της γειτονιάς του ασθενούς. Αρκετές μελέτες δείχνουν βελτίωση της ψυχωτικής συμπτωματολογίας με τη χρήση του ενέσιμου μακράς διαρκείας, αλλά και αποφυγή νέων υποτροπών, κάτι που έχει σημαντικό όφελος για τον ασθενή, την οικογένειά του και το σύστημα υγείας, μιας και λόγω των λιγότερων υποτροπών, προκύπτουν και λιγότερες νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές (ακούσιες ή μη).
Η έναρξη και η συνέχιση χορήγησης μακράς διαρκείας απαιτεί πάντα την παρακολούθηση από ψυχίατρο, ο οποίος θα ελέγχει την αποτελεσματικότητα, τη ρύθμιση της δόσης, αλλά και τις ανεπιθύμητες ενέργειες που ίσως προκύψουν. Είναι σημαντικό να κρατήσουμε ότι το ενέσιμο μακράς διαρκείας δεν είναι ένα φάρμακο-τιμωρία για τον ασθενή, αλλά μια μέθοδος που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του εν γένει.